Sold out οι Myrrors στο Temple!

To Temple, το παλιό ΚΟΥΚΟΥ, σχεδόν ανέγγιχτο μετά το re-opening του, δεν είχε ακόμη γεμίσει. Στη σκηνή, τσουπ!, οι Bonnie Nettles. Τους χαιρόμαστε αυτούς τους τύπους γιατί κάνουν την κ@@λα τους. Κι ενώ θαρρείς δεν παίζουν και κάτι καινοτόμο, το πάθος τους on stage, τα αποκλειστικά δικά τους κομμάτια που παίζουν στα live τους, η σταθερή παρουσία τους στις μουσικές σκηνές της πόλης και, θες,  αυτή η αίσθηση ότι ζουν το όνειρο, σε κερδίζουν. Σαν κάποιοι αναγεννημένοι BJM, με τον frontman τους ημίγυμνο και..ψυχεδελιασμένο, με το ντέφι σε πρωταγωνιστικό ρόλο,με το drummer και τον κιθαρίστα σε ρόλο σπονδυλικής στήλης της μπάντας και με αρκετά στοιχεία των 60s, οι Bonnie συνεχίζουν κι εμείς περιμένουμε εναγωνίως το παρακάτω τους.

Οι Myrrors έκαναν το μεγάλο βήμα το ’13, με την επανασύνδεσή τους και τα καινούρια τους μέλη, αφήνοντας πίσω τον κλασσικό ήχο της ψυχεδελικής rock και προσθέτοντας στο crew τους βιολί και μια δεύτερη κιθάρα. Κάπου μετά το Solar Collector και σίγουρα μετά το Arena Negra η μπάντα έδειξε το καινούριο της πρόσωπο με καινούριες πολύ πιο έντονα ψυχεδελικές μελωδίες · ό,τι ακριβώς βιώσαμε στο Temple, δηλαδή, το βράδυ του Σαββάτου. Ενώ βρήκαμε το ξεκίνημά τους κάπως κουραστικό, αντίθετα με πολλούς που το χαρακτήρισαν άκρως δυναμικό, η συνέχεια αποζημίωσε το γεμάτο Temple, αφήνοντάς μας με πολύ καλές εντυπώσεις.

Για του λόγου το αληθές, ο Miguel Urbina και το βιολί (λογικά fiddle)  του είχαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο της όλης performance. Όπως, είπαμε και στην αρχή, αυτό είναι που τους δίνει το κάτι παραπάνω, ανάμεσα σε τόσα και τόσα krautrock σχήματα. Krautrock, με την επιφύλαξη που σου γεννάει η σκέψη, ότι τέτοια μουσικά ρεύματα είχαν και το ανάλογο της εποχής τους υπόβαθρο, το οποίο πια αποτελεί –αν μην τι άλλο- ιστορία.  Οι Myrrors θύμιζαν του Can σε πολλές στιγμές, με τα εναλλασσόμενα riffs και τα εκρηκτικά build-up. Ο εξαιρετικός μπασίστας τους ξεχώριζε, όπως φυσικά και ο Grant Beyschau που έδινε πόνο στα drums, αλλά και στα πνευστά που ακούστηκαν αυτό το βράδυ,  θυμίζοντας κάτι σαμάνουςξεχασμένους σε έναν κόσμο από ταμπούρο και βαθιά.

Μέσα στον οξύμωρα ανεβαστικό κλαυθμό του βιολιού ξεχώριζες, ανάμεσα σε κουρδίσματα και μια ξαφνική αλλαγή χορδής, τους σχεδόν υπόκωφους στίχους ή ακόμα καλύτερα τις απόκοσμες κραυγές του κιθαρίστα Nik Rayne, για την πινελιά της «νίκης» που κυνηγάς καθημερινά. Ίσως αυτό να θέλει να πει και το τελευταίο και καλύτερό τους Hasta la Victoria. The Forward Path, Juanito Laguna, Surem Dervish, Arena Negra, Night Flower Codex, Semillas Sembradas, Liberty Is in the Street και ένα υπέροχο Warpainting για το encore. Μας άρεσαν, περισσότερο από το ’15 στη Death Disco. Τους περιμένουμε ξανά!

ΚείμενοΖωή Νικολάου 

ΦωτογραφίεςΑλεξάνδρα Κατσαρού 

 

[Best_Wordpress_Gallery id=”43″ gal_title=”Myrrors”]