Το Fraternity of Sound μας συστήθηκε, μας άφησε να περιμένουμε τα επόμενα και ιδού τα αποτελέσματα!
Καθυστερημένοι και έχοντας χάσει –κλαψ- τους Afformance, ξεκινήσαμε τη βραδιά με Drew McDowell. Πειραματικός, ατμοσφαιρικός, σε χαμηλούς τόνους, κράτησε το Fuzz σε κατάνυξη. Ήταν ό, τι έπρεπε για να μας βάλει στο πνεύμα, οπότε δεν μας πείραξε το lounge ύφος της experimental ηλεκτρονικής του, της οποίας αποτελεί και συμβολικό πρόσωπο, να τα λέμε αυτά. Με καπνούς αλά Boy George, ακούσαμε τα μπάσα των ZONAL, του JK Flesh και του The Bug, οι οποίοι ίσα που φαίνονταν. Κι ενώ ξεκίνησαν από τα γούστα του πρώτου, κάτι από hip hop beat και industrial πειραματική, κάπου «χώθηκε» o Kevin Martin και έδεσε το γλυκό με μια essence από trip hop. Μεταξύ σκοταδιού, αισθησιασμού, μπάσου μέχρι το μεδούλι και εμπνευσμένων beats παρασυρθήκαμε. Παρασύρθηκαν κι αυτοί, έπαιξαν και κάτι παραπάνω και πήγαμε μια ώρα πίσω από το προκαθορισμένο schedule. Αλλά τους το δίνουμε, που θα έλεγε κι ένα φίλος, γιατί εξελίχθηκαν στην έκπληξη της βραδιάς. Μας έδωσαν ωραίο ρυθμό, καλά δομημένο, μπροστά στα decks τους και κάπως στριμωγμένοι ανάμεσα στο set up του Thurston Moore Group που περίμενε υπομονετικά τη σειρά του. Πολύ καλοί, απολαυστικοί, γκρουβάτοι. Χαλάλι η καθυστέρηση!
Ono soul. Το έπαιξαν τελευταίο και μάλιστα στο encore. Αλλά μας δίνει την κατάλληλη πάσα για να περιγράψουμε τον τύπο on stage, τον Thurston Moore. Τον τύπο που σαν να ξαναγέννησε τον εαυτό του, δεν έμεινε αυτό που όλοι αγαπήσαμε, δηλαδή ο υπέροχος των Sonic Youth, αλλά προχωράει ανοίγοντας τους ορίζοντές του. Μας γύρισε, λοιπόν, πίσω στο ’95 και στο Psychic Hearts, αφού πρώτα μας παρουσίασε το τελευταίο του Rock ‘n Roll Consciousness. Steve Shelley στα drums, σχεδόν παραδοσιακά, Debbie Goodge στο κέντρο με το μπάσο (βλ. My bloody Valentine) και James Sedwards στη θέση του Lee Ronaldo – αναγνωρισμένη απώλεια αλλά και επάξια εξέλιξη. Τα μάτια στραμμένα στον καινούριο Thurston Moore, να μιλάει για την αγάπη και με τη βραδύγλωσση προφορά του και να αποδεικνύει, βεβαίως, ότι οι περισσότεροι στο κοινό βρίσκονταν εκεί για χάρη του. Ένα σύμβολο μιας εποχής που δε σταματά να είναι επίκαιρο και μέσα στη ζωή. Δαιδαλώδες Turn On, Smoke of Dreams, Aphrodite και Exalted για λίγο πριν το τέλος. Exalted για τη χαριστική βολή. Exalted για να ‘χεις να λες ότι ακόμα και η πιο ονειροπόλα μελαγχολία μπορεί να σπάσει με metal θόρυβο και φωνητικά by Mr T. Το κάτι άλλο. Αδιαμφισβήτητα μεγάλη προσωπικότητα της noise rock –αποφεύγουμε τα απόλυτα για να μη μας πουν ότι μεροληπτούμε- και εξαιρετικό back up στην παρακαταθήκη των αναμνήσεών σου.
Έκλεισε με Ben Frost και φυσικά το τελευταίο (και 5ο) του The centre cannot hold. Άφησε πίσω του την αμεσότητα-γροθιά στο στομάχι- του AURORA με εκείνο το ανατρεπτικό Nolan που είχαμε ακούσει στο ΡΟΜΑΝΤΣΟ, για να καλλιεργήσει έναν πιο ενδόμυχο συναισθηματισμό, ατενίζοντας τη σκληρότητα του κόσμου όπου ζούμε. Εκρηκτικοί συριγμοί και τρομερή bass- ίλα κατέκτησαν το μισοάδειο Fuzz, μιας και οι περισσότεροι αναχώρησαν μετά τον Thurston Moore. Παρόλ’ αυτά, οι εναπομείναντες, ήξεραν τι να περιμένουν και το πήραν. O Ben Frost on stage σχεδόν σα ναυαγός, με τα decks γεμάτα ενισχυτές και πίσω του ένα τεράστιο σελοφάν. Αν δεν υπήρχαν τα visuals που αχνοφαίνονταν, ίσως κάποιος να υπέθετε ότι θα πεταχτεί αίμα στο backround. Δεν απέχει και πολύ μια τέτοια φρικαλέα «φαντασίωση» μιας και στο album παίζει και το track των 12 δευτερολέπτων A Single Hellfire Missile Costs $100,000. Με δανεικό τίτλο από Yeats και Δευτέρα Παρουσία, λοιπόν, με μια μικρή απόγνωση, μια επιθετική ανησυχία και μια προφητική μακαβριότητα, ο Ben Frost έπαιξε στο στυλ του ηχογραφημένου στο Σικάγο αυτή τη φορά, The centre cannot hold. Ασαφείς συνδέσεις μεταξύ ήχων απόκοσμων, χωρίς distortion αυτή τη φορά. Μας έλειψε το ξέσπασμα που μας έχει συνηθίσει να τρυπάει κεφάλι και πλευρά, αλλά μας κράτησε σε μια ενστικτώδη κίνηση καθ’ όλη τη διάρκεια του live του. Δεν ξέρουμε τι έπαιξε ισχυρότερο ρόλο, αν ήταν η συνεργασία του με τον Albini, η απογοήτευσή του από τους καταστροφικούς πολέμους ή απλά ότι για πρώτη φορά δεν ταξίδεψε για να βγάλει δίσκο, πάντως ήταν πολύ διαφορετικός. Ίσως ωριμότερος, ίσως πιο μπερδεμένος. Πάντα ταγμένοςστις δυσοίωνες synth μελωδίες του, πάντως.
Είναι σπάνιο να νιώθεις αλλά και να ξέρεις ότι βρίσκεσαι σε live, όπου το κοινό ξέρει καλά γιατί είναι εκεί. Αυτό φάνηκε τόσο στο ότι για πρωτοεμφανιζόμενο φεστιβάλ, το Fraternity of Sound στο Fuzz μάζεψε τόσο κόσμο –ήμασταν περίπου 500 την Κυριακή- αλλά και στο ίδιο το είδος μουσικής που γνωρίζουμε καλά ότι δεν αποτελεί θέλγητρο για πολυπληθείς μαζώξεις στα δικά μας λημέρια. Ιδιαιτέρως προσεγμένο line up, φιλοξενούμενοι που για πολλούς αποτελούν όνειρο ζωής και εξαιρετικός ήχος. Υπάρχει δυνατότερο τρίπτυχο; Γι αυτό, όσοι παρευρεθήκαμε, φύγαμε αν μην τι άλλο ενθουσιασμένοι, που καινούριοι άνθρωποι εμπλέκονται στη μουσική βιομηχανία και φτιάχνουν το αντίβαρο στο κλασικό που γνωρίζαμε ως τώρα.
P.S.: Όχι ότι θέλουμε να ευλογήσουμε τα γένια μας, αλλά μιας και το προσέξαμε, ο James Edwards έπαιζε με Jam pedal, ελληνικής παραγωγής. Ψαχτείτε, έχει ενδιαφέρον.
Κείμενο: Ζωή Νικολάου
Φωτογραφίες: Αλεξάνδρα Κατσαρού
[Best_Wordpress_Gallery id=”31″ gal_title=”FOS”]