Δεύτερη μέρα Release και περιμέναμε βροχή. Ήταν η μόνη που δεν ήρθε γιατί όλ@ τ@ άλλ@ ήμασταν εκεί.
Η αρχή έγινε, παραδοσιακά πια, με δύο ελληνικά συγκροτήματα. Οι Royal Arch βγήκαν πρώτοι στη σκηνή χωρίς καμία καθυστέρηση, και ακολούθησαν οι Sugar for the Pill. Και τα δύο συγκροτήματα κινούνται στον ήχο του indie/shoegaze, με μελωδικές κιθάρες, οι οποίες υστερούσαν κάπως στους Royal Arch ενώ ακούστηκαν καλύτερες στους Sugar for the Pill.
Πέρασε γρήγορα η ώρα για να φτάσουμε στη στιγμή που οι Ιρλανδοί Fontaines D.C. ανέβηκαν για δεύτερη φορά στη σκηνή του Release. Είμαστε πολύ τυχεροί να βλέπουμε live τέτοιες μπάντες, τη στιγμή που βρίσκονται στο απόγειό τους. Στις 19:15 λοιπόν, ανέβηκαν στη σκηνή ξεκινώντας με το “In ár gCroíthe go deo” από το πρόσφατο “Skinty Fia”. Ο κόσμος ήδη είναι αρκετός από κάτω, και οι πρώτες πολύ θερμές αντιδράσεις έδειξαν ότι οι Ιρλανδοί, φυσικά και έχουν το κοινό τους στη χώρα μας. Ο ήχος ήταν πολύ καλός, οι κιθάρες μας πήραν τα μυαλά, ενώ ο frontman Grian Chatten, δε μας μίλησε ούτε μια φορά από το μικρόφωνο, και δεν σταμάτησε να πηγαίνει πάνω-κάτω στη σκηνή προκαλώντας μας συνέχεια με τις κινήσεις του να ξεσηκωθούμε!
Έπαιξαν κομμάτια και από τα τρία εξαιρετικά albums τους. Είναι αξιοσημείωτο για μία μπάντα με τρεις κυκλοφορίες να έχει τέτοια μεγάλη γκάμα από υλικό για τις εμφανίσεις τους. Και μπορεί να έχει ο καθένας ξεχωριστά αγαπημένα κομμάτια, αλλά πιστεύω πως ότι και να έπαιζαν θα ήταν το ίδιο εξαιρετικοί! Το κοινό ξεχώρισε και τραγούδησε το “Jackie Down the Line”, φυσικά το “The Boys in the Better Land”, χόρεψε στο “Sha Sha Sha”. Νομίζω όμως πως το φινάλε με την φοβερή εκτέλεση του “I Love You” ήταν το highlight της βραδιάς. Οι Fontaines D.C. έχουν τις συνθέσεις, έχουν τις live εμφανίσεις, έχουν και το attitude για να γίνουν τεράστιοι και σε λίγο καιρό θα τους βλέπουμε σε ρόλο headliner στα μεγάλα φεστιβάλ.
Οι Mogwai, πρωτοπόροι στον ήχο του post rock, με 11 albums στο ενεργητικό τους, ανέβηκαν στη σκηνή, έχοντας να κερδίσουν ένα στοίχημα. Όχι όσον αφορά στην αγάπη του ελληνικού κοινού, αυτή είναι δεδομένη. Το στοίχημα αφορούσε στο πώς θα κέρδιζαν τον κόσμο με τα instrumental κομμάτια τους, σε ένα ανοιχτό φεστιβάλ, και μετά από τους καταιγιστικούς Fontaines. Το κέρδισαν πανηγυρικά, δίνοντάς μας μια από τις καλύτερες εμφανίσεις τους. Από νωρίς έδειξαν τις διαθέσεις τους, με το “I’m Jim Morrison, I’m Dead”, ενώ η εμφάνισή τους στηρίχθηκε κατά βάση στο πιο πρόσφατο album τους “As the Love Continues”.
Όπως στους Fontaines, έτσι και στους Mogwai ήταν έντονη η ανταπόκριση του κόσμου, ενώ σε αντίθεση με τους Ιρλανδούς που δε μας είπαν κουβέντα, ο Stuart Braithwaite δεν έχανε ευκαιρία για να μας ευχαριστήσει.
Ακόμα και στα πιο μελωδικά κομμάτια, ήταν εμφανές ότι οι Mogwai έχουν όγκο και ένταση στον ήχος τους. Φτάνοντας στο τέλος, ήρθε και η κορυφαία στιγμή του σετ τους, με τα “Mogwai Fear Satan” και “We’re not here”, φτιάχνοντας ένα wall of sound με τον όγκο τους, κλείνοντας με μία φοβερή κορύφωση.
Αφού μας χαιρέτησαν οι Mogwai, η σκηνή μετατράπηκε σχεδόν σε…εργοτάξιο για να ετοιμαστεί για τον Nick Cave και τους Bad Seeds. Οι Bad Seeds αυτή τη φορά είχαν εμπλουτιστεί με μία μικρή χορωδία τριών ατόμων, που έδιναν gospel πινελιές στα φωνητικά και διαφορετικές πτυχές σε κομμάτια.
Με το πολύ δυναμικό ξεκίνημα με τα “Get Ready for Love” και “There She Goes, My Beautiful World” από το εξαιρετικό “Abattoir Blues” και μέσα σε επευφημίες από το κοινό, ο Nick Cave μας είπε πως θέλει να μας μιλήσει για ένα κορίτσι και το “From Her to Eternity”. Μία από τις πιο δυναμικές στιγμές της συναυλίας, ήταν γεγονός.
Από το πρώτο κιόλας κομμάτι, έβγαινε στο διάδρομο που είχε στηθεί μπροστά στις μπαριέρες, χαιρετούσε, άγγιζε, αγκάλιαζε, χάιδευε τον κόσμο ενώ κάποιες στιγμές έμπαινε ακόμα πιο μέσα, ένα βήμα πριν το crowdsurfing. Η σχέση του Cave με το ελληνικό κοινό είναι πολυετής και ιδιαίτερα θερμή, άλλωστε. Λίγοι καλλιτέχνες μπορούν να έρχονται τόσο συχνά και να γεμίζουν χώρους με 10.000 κόσμο. Ο Cave το καταφέρνει, και είναι απλά Τετάρτη.
Προχωρώντας στο σετ, η βραδιά γίνεται αρκετά συναισθηματική με τον Cave να κάθεται στο πιάνο στο “I Need You” και να βουρκώνει. Καλλιτέχνες του βεληνεκούς του Cave υπάρχουν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Η φιγούρα του είναι τόσο καθηλωτική, δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Καθηλωτικές είναι και οι ερμηνείες του. Ακόμα και σε συναυλίες σαν αυτή, που το setlist δεν είναι βγαλμένο από κάποια best of συλλογή, κερδίζει ακόμα και τον λιγότερο μυημένο ακροατή.
Σε όλο αυτό, βασικό ρόλο έπαιξαν οι Bad Seeds με την ατμόσφαιρα που δημιουργούν. Τα τελευταία χρόνια με αυτή τη σταθερή τους σύνθεση, έχουν απελευθερώσει και άλλο τον Cave. Ναι, μας έλειψε ο Blixa και σίγουρα λείπει και στον ίδιο. “We try to do our best without Blixa” μας είπε όταν κάποιος από κάτω φώναξε το όνομά του.
Η βροχή που φοβόμασταν μην έρθει, ήρθε σε μορφή καταιγίδας με το “Tupelo” και την επιστροφή στα κλασικά κομμάτια που επισφραγίστηκε με το “Red Right Hand”, αγαπημένο του ελληνικού κοινού. Άλλη μία σημαντική στιγμή, όπως πάντα, το μοναχικό “Into My Arms”, το πρώτο κομμάτι από τα encore, με τον Cave στο πιάνο, μόνο του στη σκηνή.
Όποιος είχε ξαναδεί τον Cave, βίωσε για άλλη μία φορά τι είναι αυτό που τον κάνει ξεχωριστό. Για όποιο όμως δεν τον είχε ξαναδεί, το live αυτό ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία, που δεν θα ξεχάσει.
Την Τετάρτη στην Πλατεία Νερού, γράφτηκε ιστορία, με τρεις εξαιρετικές μπάντες, με αποκορύφωμα την εμφάνιση του Nick Cave, με εξαιρετικό ήχο σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, με πάνω από 10.000 κόσμο, με ένα καταπληκτικό line up, και όλες τις μπάντες σε απολαυστικές performance. Αξέχαστη συναυλιακή βραδιά.
Κείμενο : Μιχάλης Κανάκης
Φωτογραφίες: Αλεξάνδρα Κατσαρού