Γράφει ο Duke Zappa
Η βραδιά φαινόταν ότι θα ήταν ατμοσφαιρική. To γεγονός, μάλιστα, ότι ο Blaine Reiniger θα βρισκόταν στο stage, ως καλεσμένος των Crime & the City Solution, έμοιαζε να προϊδεάζει για τις διαθέσεις του Simon Bonney και της παρέας του.
Ξεκίνημα με μια γερή δόση από τα παλιά, αφού το πρώτο support ήταν ένα από τα πιο παλιά και έμπειρα σχήματα της Αθηναϊκής σκηνής, που πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του’90 είχε αφήσει το στίγμα του στην Ελληνική σκηνή. Μιλάμε για τους Yeah!, που στα λίγα κομμάτια που μας παρουσίασαν, πάτησαν γκάζι με σκοπό να ζεστάνουν την κάπως οικογενειακή ατμόσφαιρα που επικρατούσε στον χώρο του Fuzz Club. Πράγμα το οποίο και κατάφεραν, αφού με αυτό τον συνδυασμό των indie κιθάρων με τα ατμοσφαιρικά πλήκτρα, και τις δύο φωνές, με σπαρακτικά γυναικεία φωνητικά να εναλλάσονται με επιβλητικά ανδρικά, και τούμπαλιν, προκάλεσαν ενθουσιασμό σε όσους είχαμε βρεθεί στον χώρο από νωρίς.
Ο ενθουσιασμός διατηρήθηκε στα ύψη, με το πέρασμα του Blaine L Reininger, που εμφανίστηκε στην σκηνή μετά από ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα. Εμφανίστηκε εξ αρχής με την συνοδεία του Georgio Valentino στην κιθάρα, και στα πλήκτρα/ηχητικά εφέ, και έκανε μια πολύ σύντομη περιήγηση στα σαρανταπέντε χρόνια καριέρας του, τόσο solo, όσο και με τους Tuxedomoon, παίζοντας μάλιστα και το Incubus (Blue Suit) από το Desire, σε ένα άκρως ηλεκτρονικό κιθαριστικό set, με σχετικά γρήγορους ρυθμούς. Τελείωμα, με τον Chris Hughes και τον Baron Anastis να αναλαμβάνουν τα ντραμς και το μπάσο, για να παίξουν παρέα με τον Reininger και τον Valentino το No Tears, και να μας αφήσουν να αδημονούμε για το τι θα δούμε σαν κυρίως πιάτο της βραδυάς.
Μετά από περίπου είκοσι λεπτά αναμονής, οι Hughes, Anastis και Valentino ξαναπήραν τις θέσεις τους επί σκηνής, παρέα με τον έτερο κιθαρίστα, Donald Baldie, και τους Bronwyn Adams και Simon Bonney. Κάπου εκεί, το σκηνικό φάνηκε να αλλάζει άρδην. Ο ρυθμοί έπεσαν κατακόρυφα, έγιναν πιο βαρείς και αργόσυρτοι. Ο Valentino είχε παρατήσει την κιθάρα χάριν των πλήκτρων και των ηχητικών εφέ, o Baldie εξαπέλυσε κιθαριστικά μέρη γεμάτα από distortion, και η Bronwyn Adams άπλωσε μεγάλες folk πινελιές με το βιολί της. Κινούταν σαν ένας σαλεμένος δαίμονας επί σκηνής, όσο έπαιζε, αλλά στα διαλείμματα έβγαινε “εκτός χαρακτήρα”, μοίραζε αστεία, έδειχνε να περνάει αφάνταστα καλά, και μετά ξαναέπιανε το βιολί και το δοξάρι, και καταλαμβανόταν, εκ νέου, από τον ίδιο δαίμονα. Ο Simon Bonney από την άλλη έμοιαζε να παίζει κάποιου είδους βιωματικό θέατρο. Όλη η εμφάνιση του, η κινησιολογία του, ο τόνος της φωνής του είτε ανέβαινε είτε κατέβαινε στο, θύμιζαν στανισλαφκική ερμηνεία.
Και αν και κάποιοι από εμάς είχαν έναν κρυφό καημό να δουν επι σκηνής την τελευταία δισκογραφική “μετενσάρκωση” της μπάντας, με το δίδυμο Alexander Hacke-Danielle de Picciotto, και τους Troy Gregory, Jim White και David Eugene Edwards, να πλαισιώνουν τους “μονιμάδες” Adams και Bonney, στην πραγματικότητα η touring band που τους πλαισίωνε, έφερε εις πέρας την αποστολή της. Δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα, σαν εκείνη στο Βερολινέζικο συναυλιάδικο, κάπου στο Kreuzberg, όπου εμφανίζονταν οι Crime and the City Sollution παρέα με τον Nick Cave και τα Σπόρια του Κακού, στα “Φτερά του Έρωτα” του Βιμ Βέντερς. Και πράγματι, η απόκοσμη αίσθηση αυτής της σκηνής, ήταν το πρώτο πράγμα που κόλλησε στο μυαλό του κοινού. Οι Crime & The City Solution μας χάρισαν μια καθαρτική εμπειρία. Τι κι αν έπαιζαν σε ένα μισογεμάτο Fuzz. Ήρθαν, έφτιαξαν ατμόσφαιρα, και έπαιξαν με τα πιο βαθιά σκοτάδια μας.