του Duke Zappa
Ο John Cale αποτελεί τον ιδανικό συνδυασμό του αλητήριου με τον διανοούμενο, και αυτό τον κάνει έναν μουσικό ο οποίος μπορεί να συνεπάρει το κοινό του, όσο ανορθόδοξα και να ενορχηστρώσει τα κομμάτια που αποτελούν την εκάστοτε setlist του. Και αυτό το απέδειξε σήμερα στο Ηρώδειο. Παρά τα όποια παραλειπώμενα, αυτή ήταν η μεγάλη εικόνα.
Από νωρίς φάνηκε ότι η βάση της συναυλίας θα ήταν το φετινό Mercy, αλλά θα γίνονταν και πολλά περάσματα από το παρελθόν του Cale. Ο ίδιος και η μπάντα του, που απαρτίζεται από ικανότατους μουσικούς με τζαζ παιδεία -πράγμα που έκανε μπαμ σε όλη την διάρκεια της συναυλίας, βγήκαν στην σκηνή του Ηρωδείου με διάθεση να πειράξουν τις συνθέσεις και να πειραματιστούν, και το εγχείρημα λειτούργησε πολύ καλά. Οι δε μουσικοί της Φιλαρμονικής Ορχήστρας των Αθηνών, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων ακόμη και στις πιο απαιτητικές και πειραματικές ενορχηστρώσεις, δίνοντας βάθος στον ήχο, όπου αυτό ήταν απαραίτητο.
Ξεκίνημα, λοιπόν, στις 21:05, και γύρω στις 21:20 ο γραφών σημειώνει την πρώτη κατάβαση στα παλιά. Μπαίνουμε στα ρομαντικά και ελαφρώς πειραγμένα μονοπάτια του Paris 1919, με τo Half Past France, το οποίο διαδέχεται το κάπως πιο παιχνιδιάρικο Hanky Panky NoHow. Αμέσως μετά, μια σύντομη επιστροφή στο παρόν, με το νοσταλγικό Moonstruck (το οποίο είναι αφιερωμένο στην Nico), και στα καπάκια η μπάντα και η ορχήστρα πατάνε γκάζι για μια ντελιριακή εκτέλεση του Waiting for the Man στην οποία ο Cale χτυπά μανιασμένα τα πλήκτρα του, πειράζει τους στίχους και καταλήγει σε μια παραληρηματική ερμηνεία, που κολλάει τόσο πολύ με την θεματολογία του τραγουδιού. Και αν πιστεύαμε ότι κάπου εκεί είχαν τερματίσει η τρέλα και η πρωτοτυπία, ο John Cale και οι μουσικοί του είχαν ακόμη μερικούς άσσους στα μανίκια τους.
Μια τραχειά εκτέλεση του Hedda Gabbler από το 1994, και κάπου εκεί η μπάντα μας ρίχνει την πρώτη έκπληξη. Δεν ξέρω από που προέκυψε η ιδέα να ντυθεί η παράνοια των στίχων του Sunday Morning με μία lounge ενορχήστρωση, όμως φαίνεται ότι αυτή η “ανωμαλιάρικη” ιδέα λειτούργησε, με ένα διόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι του κοινού να μπαίνει απολύτως και απαρέγγλητα στο νόημα του όλου σκηνικού. Ο Cale αφήνει για πρώτη και μοναδική φορά τα πλήκτρα και πιάνει την ακουστική κιθάρα, για να γίνει ένα μικρό πέρασμα από τα ορχηστρικά μέρη του All Tomorrow’s Party, το οποίο όμως θα μετατραπεί στο Ship of Fools από το Fear, του 1974. Ένα μικρό άλμα στον χρόνο και ένα ακόμη πάτημα στα γκάζια για το Hatred του 2012,για να επιστρέψουμε ξανά στο Fear, με μια παράξενα σαγηνευτική εκτέλεση του Barracuda, με την ηλεκτρική κιθάρα και το μπάσο να οργιάζουν μέσα σε κύματα από παραμόρφωση. Η κορύφωση κάπου στα 100 λεπτά της εμφάνισης, βουτηγμένη σε ορχηστρικά αρπίσματα, έναν σχεδόν ambient θόρυβο, και τον ίδιο τον Cale σε ένα ακόμη ερμηνευτικό ντελίριο. Μια εκδοχή του Heartbreak Hotel, που ήταν λες και είχε βγει από το σύμπαν των ταινιών του David Lynch.
Mετά από 110 λεπτά αδιάλειπτης παρουσίας στο stage, ο John Cale και όλοι οι μουσικοί φεύγουν για λίγο από το stage, για να επιστρέψουν για ελάχιστα δευτερόλεπτα, για ένα encore το οποίο δεν θα ξεκινήσει ποτέ.
Τι και αν ο John Cale ξενέρωσε με τον κόσμο που έφευγε μαζικά, και δεν βγήκε τελικά για encore; Η βραδιά στο Ηρώδειο θα μείνει χαραγμένη στο μυαλό των πιο υποψιασμένων παρευρισκομένων σαν μια μαγική συνάντηση. Σαν μια συνάντηση όπου ο John Cale και οι μουσικοί του κατάφεραν να παίξουν με το μυαλό μας, και εμείς απλά νιώσαμε την απέραντη ηδονή.
(Φωτογραφίες: Αλεξάνδρα Κατσαρού)