Είναι κάποια albums που είναι πολύ ιδιαίτερα. Όχι μόνο από τη μουσική που κουβαλάνε, αλλά και από τις συνθήκες και τη στιγμή που γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν. Τέτοιο album είναι το Burn. Οι Deep Purple λίγους μήνες πριν την κυκλοφορία του έμοιαζαν διαλυμένοι με τις αποχωρήσεις Gillan/Glover και εξαντλημένοι από τις ασταμάτητες περιοδείες και τους καβγάδες. Τότε κάτι μαγικό συνέβη: έπεσαν στο δρόμο του Glenn Hughes και του David Coverdale. Το αποτέλεσμα ήταν το Burn που σηματοδότησε με πλέον εμφατικό τρόπο την επιστροφή των Deep Purple.
Ο Glenn Hughes αποφάσισε να περιοδεύσει φέτος και να γιορτάσει τα 50 χρόνια από την κυκλοφορία του Burn. Η προσμονή μας ήταν μεγάλη, καθώς περιμένανε να ακούσουμε τραγούδια-ύμνους που δεν θα έχουμε ξανά την ευκαιρία να ακούσουμε ζωντανά από έναν από τους δημιουργούς τους.
Το ρολόι έδειχνε 10 ακριβώς, τα φώτα έσβησαν, στη μεγάλη οθόνη πίσω από τη σκηνή εμφανίστηκε η εικόνα της αφίσας της συναυλίας, και επιτέλους υποδεχτήκαμε τον Glenn Hughes. Ξεκίνησε πολύ δυνατά με το Stormbringer και το κοινό μπήκε με τη μία στο κλίμα τραγουδώντας δυνατά το ρεφρέν. Ο ήχος είχε κάποια θέματα, αφού τα τύμπανα σκέπαζαν τα πάντα και τα φωνητικά κάπως χάνονταν από το πολύ βάθος.
Αφού μας καλωσόρισε με το Stormbringer, σειρά έχει το Burn το οποίο και αποτέλεσε το μεγαλύτερο μέρος της συναυλίας. Στα Might Just Take Your Life, Sail Away και You Fool No One, φάνηκαν όλα αυτά που προσέφερε ο Hughes μουσικά στους Purple. Funk, Soul, Blues. (Οι Purple τότε διεύρυναν -περισσότερο- τους μουσικούς τους ορίζοντες και από το classic hard rock, πήγαν και σε άλλα μονοπάτια). Το You Fool No One παίχτηκε σε μια απλωμένη εκτέλεση, με τους μουσικούς να παίρνουν χρόνο για τα solo τους, ενώ ακούσαμε για λίγο και ένα μέρος από το High Ball Shooter.
Συνολικά ο τρόπος που είχε στηθεί το set ήταν κοντά σε αυτόν των 70’s, με εκτεταμένα τζαμαρίσματα και σόλο. Εδώ όμως κάποια πράγματα δεν έβγαιναν ιδανικά, αφού ουσιαστικά υπήρχαν διακοπές στα κομμάτια κάνοντας έτσι τους αυτοσχεδιασμούς και το jam να μοιάζουν ξεχωριστά από το κομμάτι. Ωστόσο συνολικά η μπάντα φάνηκε δεμένη, και απέδωσε ιδιαιτέρως καλά τα κομμάτια.
Ο Hughes δεν σταμάτησε να μας λέει ιστορίες από τις στιγμές του στους Deep Purple, όπως αυτή που μας θύμισε για το California Jam όταν ο Blackmore έβαλε φωτιά στους ενισχυτές του και έσπασε με την κιθάρα του μια κάμερα. Ή όπως αυτή με το παρολίγο reunion της MKIII σύνθεσης της μπάντας, με τον Blackmore να τους αφήνει στο …διαβάστηκε.
Είχαμε φτάσει στη μέση του σετ, και νιώθαμε πως ακόμα δεν έχουμε ακούσει τίποτα. Και έτσι ήταν! Το solo στο Mistreated, η αλητεία του και το rock ‘n’ roll attitude Tommy Bolin που βγήκε απόλυτα στο Gettin’ Tighter, και όλες οι δυναμικές του You Keep On Movin’, έκαναν το δεύτερο μισό της συναυλίας συγκλονιστικό!
Ο Hughes ήταν πολύ ενεργητικός πάνω στη σκηνή, την περπάτησε όλη δεκάδες φορές ενώ φωνή του είναι σε πολύ καλή φόρμα και δεν μειωνόταν στη διάρκεια της συναυλίας. Φυσικά, χρειαζόταν και βοηθήματα, αρκετά delay και reverb, παρόλα αυτά μόνο εντυπωσιασμένος μπορείς να μείνεις από τον τρόπο που τραγουδούσε και από τις κραυγές που έβγαζε ανά διαστήματα.
Με το Burn είχαμε ένα πολύ όμορφο φινάλε με το κοινό να τραγουδάει με την ψυχή του “you know we had no time”, συνοδεύοντας τον Hughes, ενώ νομίζω πως ήταν το κομμάτι που αποδόθηκε καλύτερα από όλα! Έτσι και έκλεισε αυτό το live – ζωντανή γιορτή για τα 50 χρόνια αυτού του εμβληματικού άλμπουμ, με τον Hughes να αποθεώνεται, να μας ευχαριστεί και εμείς να σκεφτόμαστε ότι έσβησε άλλο ένα (εφηβικό) απωθημένο.
Κείμενο & Φωτογραφίες : Μιχάλης Κανάκης