Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη η ανακοίνωση της έλευσης των Grandbrothers στην Αθήνα, όπως όλες εξάλλου οι μετακλήσεις που γίνονται στα πλαίσια των St Paul’s Sessions (τόσες φορές που έχω πάει την τελευταία τριετία στη συγκεκριμένη εκκλησία, δεν έχω πάει σε όλες τις υπόλοιπες σ’ ολόκληρη τη ζωή μου, που λέει ο λόγος…). Οι Grandbrothers είναι ένα ντουέτο από το Ντύσελντορφ, που ανακάλυψα πέρυσι με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του δεύτερού τους άλμπουμ με τίτλο Open (το πρώτο ονομάζεται Dilation, σε περίπτωση που επιθυμείτε να τους ψάξετε περαιτέρω. Έχω δε την εντύπωση ότι στη συναυλία που παρακολούθησα δεν το τίμησαν καθόλου, ή έστω ελάχιστα). O ήχος του γκρουπ, που απαρτίζεται από τους Erol Sarp και Lukas Vogel, είναι ένας συνδυασμός κλασικής και ηλεκτρονικής μουσικής που περπατούν χέρι – χέρι με ποικίλα αποτελέσματα, άλλοτε εξαιρετικά κι άλλοτε σχετικά τετριμμένα. Όλα αυτά, εκείνο τέλος πάντων που κάνουν και που τελικά δεν είχαμε ακριβώς την ιδέα, όχι του τι ήταν αλλά του πώς ήταν, ήρθαν να μας παρουσιάσουν σε δύο διαδοχικές μέσα στην ίδια βραδιά εμφανίσεις, λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος από τον κόσμο – σημάδι πάντα ευπρόσδεκτο και παρήγορο για την ποιότητα κι ασφαλώς την ποσότητα του ακροατηρίου τέτοιου είδους ακουσμάτων.
Ενώ λοιπόν το εσώφυλλο του δίσκου τους, δίνει μια σχετική ιδέα του πώς διαμορφώνεται στο εσωτερικό του το πιάνο που χρησιμοποιούν, προκειμένου να φτάσουν στ’ αυτιά μας οι σε ίσες ποσότητες ακουστικοί κι ηλεκτρονικοί ήχοι που παράγουν οι δύο μουσικοί, μόνο όταν το δεις εκ του σύνεγγυς κι εν δράσει αντιλαμβάνεσαι πλήρως πόσο σπουδαίο σαν σύλληψη μα και εκτέλεση είναι το τελικό αποτέλεσμα. Προσαρμόζουν λοιπόν κάποιους μαγνήτες στα εντόσθια του πιάνου και με πολύπλοκες καλωδιακές συνδέσεις μεταφέρουν τα ηχητικά μηνύματα σε ηλεκτρονικές συσκευές επεξεργασίας ήχου (laptop, samplers, λοιπά ακατανόητα κουτάκια με πολύχρωμα φωτάκια κι άλλες λιγότερο φωτεινές αλλά όχι λιγότερο εντυπωσιακές δυνατότητες) που με το προϊόν της επεξεργασίας τους αυτής έρχονται να συνοδεύσουν το συμβατικό κατά τα άλλα παίξιμο στο πιάνο. Η περιγραφή είναι πολύ πιθανό να είναι περισσότερο εντυπωσιακή από το πραγματικό εισπρακτικό ηχητικό όφελος, από την άλλη είναι όντως εντυπωσιακό να ξέρεις πως οτιδήποτε ακούς προέρχεται ουσιαστικά και καθ’ ολοκληρία από το πιάνο, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο φαίνεται μάλλον απίθανο…
Η μουσική των Grandbrothers είναι όμορφη, έχει τους τονισμούς που την κάνουν σχεδόν ένα ευπρόσδεκτο ηχητικό χαλί, που άλλοτε έχει τα φόντα να τραβήξει την προσοχή κι άλλοτε υπάρχει εκεί και δεν σε ενοχλεί μα ούτε του δίνεις κι ιδιαίτερη σημασία. Ορισμένα κομμάτια τους έχουν μια κινηματογραφική υφή, όπως το Honey για παράδειγμα (και δε θα μου έκανε την παραμικρή εντύπωση αν τους έβλεπα να υπογράφουν κάποιο κινηματογραφικό score στο άμεσο μέλλον), άλλα κινούνται σε εσωστρεφή ηχητικά τοπία, σαν το Circonflexe ας πούμε, ενώ κάποτε κινούνται σ’ ένα άκρως αντίθετο απ’ αυτό άκρο, παίζοντας με μία τέτοια εξωστρέφεια κι έως εορταστική διάθεση, ώστε δεν σου προξενεί καμία περιέργεια το γεγονός ότι μπόλικοι παραγωγοί έχουν ασχοληθεί να ρεμιξάρουν τη μουσική και τα κομμάτια τους – το Bloodflow είναι ένα καλό παράδειγμα μιας τέτοιας στιγμής στο ρεπερτόριό τους.
Έτσι λοιπόν στάθηκαν απέναντί μας εκείνο το βράδυ, κουρασμένοι αλλά με καλή διάθεση για να παίξουν και να μιλήσουν μαζί μας, μένοντας στη σκηνή για κάτι παραπάνω από μία ώρα (όχι και πολύ παραπάνω βέβαια, μη φανταστείτε), παίζοντας μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια, κι επομένως κάπου επτά με οκτώ αν θυμάμαι καλά. Το πιάνο του Erol Sarp κυριαρχούσε στη μουσική τους, κι υπαγόρευε τη διάθεση τελικά, παρά τις φιλότιμες του έτερου στο ντουέτο να συμμετέχει φυσικά – κι όχι σκαλίζοντας κουμπάκια και pads – στο συνολικό αποτέλεσμα. Κάποιοι ρυθμοί ξεκίνησαν με μπακέτες από τον Lukas Vogel και στη συνέχεια αναπαράχθηκαν μηχανικά, ενεργοποιώντας μηχανισμούς που έκαναν αισθητή την παρουσία τους διαμέσου μικρών led φωτισμών και click ήχων, που έδιναν ένα δικό τους ανεπαίσθητο βήμα στην όλη διαδικασία. Προσθέτοντας στα παραπάνω τον λακωνικά εντυπωσιακό επί σκηνής φωτισμό, μας μένει μια ακόμη εξαιρετική εμφάνιση στο συγκεκριμένο χώρο, που είχε τις κορυφώσεις της και μια γενικά καλή εντύπωση που μας άφησε, χωρίς πάντως να αγγίζει την ιδιοφυία κάποιου σαν τον Hauschka για παράδειγμα, με τον οποίο έχουν πολλά περισσότερα κοινά σημεία επαφής από τον τόπο καταγωγής τους.
Κείμενο : Μάνος Μπούρας
Φωτογραφίες : Αλεξάνδρα Κατσαρού
[Best_Wordpress_Gallery id=”21″ gal_title=”Grandbrothers”]